επίλοιπος

επίλοιπος
η , ο [ος , ον ] остальной, остающийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επίλοιπος" в других словарях:

  • ἐπίλοιπος — still left masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίλοιπος — η, ο (AM ἐπίλοιπος, ον) [επιλείπω] ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.) αρχ. μσν. (για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον …   Dictionary of Greek

  • επίλοιπος — η, ο που απομένει, που υπολείπεται, υπόλοιπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πίλοιπος — ἐπίλοιπος , ἐπίλοιπος still left masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλοιπον — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc sg ἐπίλοιπος still left neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίποις — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίποισιν — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπου — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπους — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπων — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπῳ — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»